- αστίβητος
- ἀστίβητος, -ον (AM)ο αστιβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστίβητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστίβητον — ἀστίβητος masc/fem acc sg ἀστίβητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστιβήτου — ἀστίβητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστιβήτους — ἀστίβητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστίβητοι — ἀστίβητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)